Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

20 Δεκεμβρίου 2011. Ώρα 17:20

Όπως κάθε μέρα έτσι κι εκείνη ξεκινήσαμε με τον αδερφό μου την ίδια διαδρομή από τα Πατήσια για να καταλήξουμε στο Σισμανόγλειο. Κατεβήκαμε στο υπόγειο όπου είναι η εντατική και περιμέναμε μαζί με τους υπόλοιπους συγγενείς να μας φωνάξουν έναν-έναν για να δούμε τους δικούς μας ανθρώπους. 

Είχαμε φτάσει στην 72η μέρα νοσηλείας στην εντατική, οπότε η διαδικασία μας ήταν γνωστή.  Μας φώναζαν τέταρτους κατά σειρά, έμπαινε, συνήθως, πρώτος ο αδερφός μου και μετά εγώ. Φορούσαμε την ποδιά, μία μάσκα και βάζαμε αντισηπτικό στα χέρια. Και μετά πηγαίναμε στο δωμάτιο της μαμάς. 

Εκείνη την ημέρα μας φώναξαν πρώτους και μας είπε η νοσοκόμα να μπούμε μαζί. Αυτή η αλλαγή από τα συνηθισμένα μας έκοψε τα πόδια και καταλάβαμε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όσο βάζαμε τις ποδιές μας είπε πως η κατάσταση της μαμάς χειροτέρεψε από τα ξημερώματα. Δεν θυμάμαι αν η γυναίκα μας είπε και κάτι άλλο, γιατί έτρεξα στο δωμάτιο της μαμάς. Είχαν ρίξει το κρεβάτι της να είναι στην ευθεία. 

Η καθημερινή της εικόνα σκληρή: σωληνάκια σε όλο το σώμα, καθετήρες, σωλήνας τραχειοστομίας, αναπνευστήρας, τα μαλλιά της αραιωμένα, ειδικά παπούτσια στα πόδια για τις κατακλύσεις, πρησμένη από τα φάρμακα, ταλαιπωρημένη όσο δεν παίρνει. Τα χεράκια της στο πλάι με μηχανήματα που ήλεγχαν παλμούς και οξυγόνο. Μόνο που αυτή την φορά ήταν μισοβυθισμένη. 

Τα ματάκια της μισόκλειστα. Θυμάμαι πως κάθε φορά που είχε ανοιχτά τα μάτια και μας αναγνώριζε πετούσαμε στα ουράνια. Όχι αυτή την φορά, όμως. Το σώμα της όλο είχε πρηστεί. Το πρόσωπο της ήταν κόκκινο. Το μηχάνημα που της έριχνε την ντοπαμίνη βάραγε δυνατά, δεν έπαιρνε άλλο. Ο αδερφός μου δεν άντεξε να μείνει πολύ. Έγω έμεινα μέχρι να με διώξουν. Της χάιδευα το πρόσωπο, τα λιγοστά μαλλιά, τα χέρια της, την αγκάλιαζα απαλά να μην την πονέσω. Ήρθε μέσα μία άλλη νοσοκόμα, κάθισε δίπλα μου, με πήρε αγκαλιά και μου είπε πως η μαμά μου έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά όλο αυτό τον καιρό και πρέπει να ξεκουραστεί, να πάει στον μπαμπά μου. Και να φροντίσω να φτιάξω την ζωή μου, για να με βλέπει από εκεί ψηλά και να με καμαρώνει. 

Γυρίσαμε σπίτι κομμάτια. Πήρα αγκαλιά την Μπέλλα και περίμενα να ξημερώσει η μέρα για να ξαναπάω στο νοσοκομείο και να μου πουν ότι ανέκαμψε και είναι καλύτερα. Το απόγευμα μιλούσα με την κουμπάρα μου στο τηλέφωνο όταν με πήρε ο αδερφός μου και μου είπε "Τζένη έρχομαι να σε πάρω". Δεν θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι, όμως, ότι ούρλιαζα τόσο πολύ, μέχρι που έκλεισε ο λαιμός μου. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ζήτησα να δω την μαμά μου, αλλά μου είπαν "καλύτερα όχι, μην την δεις σε αυτή την κατάσταση". Εκεί τρελάθηκα.

Και εκεί  τελείωσαν όλα. Η επόμενη εικόνα είναι στην κηδεία. Ένα χρόνο μετά δεν μπορώ να θυμηθώ την μαμά μου να γελάει. Έχοντας βιώσει και τον θάνατο του μπαμπά μου, ξέρω πως αυτό θα πάρει καιρό. Αλλά ο πόνος του αποχωρισμού δεν περιγράφεται με λόγια.


Μαμά μου, αγαπημένη μου βασίλισσα, λείπεις από όλες τις στιγμές της ζωής μου. Άραγε μας βλέπετε εκεί που είστε; πονάτε; ή είστε καλά και χαμογελαστοί;
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου