Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Με μία εξαίρεση κάποιων φοιτητικών μηνών στην Θεσσαλονίκη, την υπολοιπη ζωή μου την έχω περάσει στην πρωτεύουσα.
Ανέκαθεν μου άρεσε να κάνω βόλτες στο κέντρο της Αθήνας. Να μπερδεύομαι ανάμεσα στο αρχαίο και το σύγχρονο στο Μοναστηράκι, να χαζεύω τις βιτρίνες στην Ερμού, να πίνω καφεδάκι στα Εξάρχεια, να σκοτώνω ώρες ατελείωτες στην "Πολιτεία" με τους εραστές μου, τα βιβλία. Και πάντα έβρισκα μία αφορμή για να πάω και να χωθώ στις γειτονιές του ιστορικού κέντρου. Άλλος κόσμος. Μαγαζάκια που λειτουργούν από τον πόλεμο. Τον Α' Παγκόσμιο. Θυμάμαι που με πήγαινε η μαμά μου να ψωνίσουμε όσπρια, κλωστές, υφάσματα και πολλά, πολλά άλλα. Και έπειτα ήταν εκείνες οι χαλαρωτικές περατζάδες στον Εθνικό Κήπο, το Πεδίον Άρεως...όαση πρασίνου στην τσιμεντούπολη.
Τον τελευταίο καιρό συνειδητά δεν έχω πάει στο κέντρο και όσες φορές έχω περάσει, ήταν όλες με το αυτοκίνητο. Συνειδητά. Η εικόνα που αντίκρυζα από το παράθυρο με απωθούσε να περπατήσω στα γνώριμα στέκια μου. Βρωμιά και δυσωδία παντού. Άνθρωποι που δεν είναι σε αρμονία με το περιβάλλον. Και μαζεμένες όλες οι φυλές του Ισραήλ σε παρακμή.
Σήμερα κατέβηκα Πολυτεχνείο με την συγκοινωνία. Το πρώτο-αλλά αναμενόμενο σοκ-ήταν μέσα στο λεωφορείο. Με συγκράτησε το άρωμα μου και δεν ξέρασα. Και τα παράθυρα κλειστά λόγω κλιματισμού. Κανονικός θάλαμος αερίων.
Το δεύτερο σοκ ήταν η διαδρομή Πατησίων-Πλατεία Εξαρχείων διασχίζοντας την Στουρνάρα. Πρεζάκια να μου την πέφτουν από παντού σαν τις μύγες, μπαλατζάροντας από την έλλειψη δόσης, παράνομοι πωλητές τσιγάρων με τα αφεντικά τους να καραδοκούν στην γωνία. Και όλα αυτά έξι η ώρα το απόγευμα. Μέχρι να φτάσω στο ραντεβού μου η καρδιά μου είχε πιάσει 160 παλμούς. Υπερβολή ε; Ο δε δρόμος κατά μήκος ήταν δημόσια ουρητήρια. Οι κάτοικοι και εργαζόμενοι στην γύρω περιοχή το έχουν δεχτεί ως μία πάγια κατάσταση. Αστυνομία ούτε κατά διάνοια.
Συγγνώμη, αυτή θα είναι τούδε και στο εξής η Αθήνα μου;